- παγχαρής
- παγ-χᾰρής, ές,A gladdening all, Hermapio ap.Amm.Marc.17.4.22.II [voice] Pass., much rejoiced, Astramps. Onir.p.5 R.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παγχαρής — παγχαρής, ές (Α) 1. αυτός που χαροποιεί, που ευφραίνει τους πάντες και τα πάντα 2. γεμάτος από χαρά, αυτός που χαίρει, που ευφραίνεται υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χαρής (< χαίρω / χαίρομαι)] … Dictionary of Greek
παγχαρής — gladdening all masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγχαρτος — πάγχαρτος, ον (Α) παγχαρής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χαρτός (< θ. χαρ τού χαίρω), πρβλ. επί χαρτος] … Dictionary of Greek